-
1 переносить
-ношу, -носишьρ.δ.βλ. перенести.εκφρ.не переносить кого-чегб – δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι).βλ. перенестись.-ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω•переносить вещи в вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι.
2. φθείρω (για ενδύματα, υποδήματα).3. εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα από τον κανονικό χρόνο.1. βλ. перенестись.2. φθείρομαι, χαλνώ•все шитья -лись όλα τα φορέματα φθάρθηκαν.